σάλπιγξ

σάλπιγξ

σάλπιγξ, ιγγος, ἡ, die Trompete (s. die Beschreibung Poll. 4, 85), die im Kriege das Zeichen zum Angriffe gab, ὅτε τ' ἴαχε σάλπιγξ, Il. 18, 219; Τυρσηνική, Aesch. Eum. 538 (wie Eur. Phoen. 1387); βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Spt. 376; στάντες δὲ χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος ᾖξαν, Soph. El. 701; Ar. u. in Prosa: Thuc. 6, 32; σάλπιγξ φϑέγγεται, Xen. An. 4, 2, 7; τῇ σάλπιγγι σημαίνειν, 4, 2, 1 u. öfter, u. Folgde; αἱ σάλπιγγες καὶ αἱ βυκάναι ἀναβοῶσι, Pol. 15, 12, 2; ἀπὸ σάλπ ιγγος, auf das mit der Trompete gegebene Zeichen, 4, 13, 1; die eigentliche Kriegstrompete dieß später σ. στρογγύλη, eine andere, die zu heiligen Gebräuchen diente, ἱερά; auch noch andere Arten finden sich, wie ὡρολόγιος, mit welcher die Stunden angegeben wurden, Sp. – Auch das mit der Trompete gegebene Zeichen, wie man z. B. Arist. rhet. 3, 6 τὴν σάλπιγγα εἶναι μέλος ἄλυρον erklärt. – Σάλπιγξ ϑαλασσία, eine Meerschwalbe, sonst στρόμβος, Archil. bei Hesych. – Ein Vogel, der einen trompetenähnlichen Ton von sich giebt, Sp. – Ein Fisch, = σάλπη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάλπιγξ — saupe fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάλπιγξ Ελληνική — Η πρώτη χρονολογικά, έντυπη ελληνική εφημερίδα. Η εφημερίδα αυτή, που είχε έδρα την Καλαμάτα, κυκλοφόρησε το 1821. Από τα φύλλα της σώζονται μόνο ελάχιστοι αριθμοί. Τα αντίτυπα αυτά ανήκαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, που τα δώρισε στη Βιβλιοθήκη… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Σάλπιγξ — Τίτλος της πρώτης έντυπης ελληνικής εφημερίδας. Ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το 1821 και εκδιδόταν υπό τη διεύθυνση του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, εξαιτίας των αντίξοων ιστορικών συνθηκών. Η έκδοσή της σταμάτησε όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελική Σάλπιγξ — Το αρχαιότερο ελληνικό θρησκευτικό περιοδικό. Εκδότης του ήταν ο ιεροκήρυκας Γερμανός. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο (1834 35) και η έκδοσή του συνεχίστηκε στην Αθήνα (1835 38). Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε και θρησκευτικό περιοδικό στην Κέρκυρα (1852) …   Dictionary of Greek

  • Сальпинга — (σάλπιγξ) греческое название длинной трубы (= лат. tuba), которой давались на войне сигналы. С. употреблялась также при религиозных церемониях …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σαλπίγγων — σάλπιγξ saupe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγα — σάλπιγξ saupe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγας — σάλπιγξ saupe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγες — σάλπιγξ saupe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγι — σάλπιγξ saupe fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγος — σάλπιγξ saupe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”