σάφα

σάφα

σάφα, poet. adv. zu σαφής, sichtlich, deutlich, verständlich, zuverlässig; oft bei Hom., der es bes. mit den Zeitwörtern »wissen« vrbdt, am häufigsten σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς u. s. w., wie εὖ εἰδέναι, bestimmt, genau wissen; auch c. gen., ὃς σάφα ϑυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; eben so σάφα ἐπί. στασϑαι, Od. 4, 730; δαείς, Pind. Ol. 7, 91; u. oft Tragg., wie Aesch. Pers. 329 Ag. 1342; Soph. El. 662 u. oft; ὁρᾷς οὐδἐν ὧν δοκεῖς σάφ' εἰ. δέναι, Eur. Or. 259, u. öfter; οἱ σάφ' εἰδότες, Ar. Th. 596; selten in Prosa, σάφ' ἴσϑι Xen. Cyr. 1, 6, 10, οἶδα 4, 5, 21; – sonst noch σάφα εἰπεῖν, bestimmt, deutlich ansagen, ἀγγελίην, Od. 2, 31, auch zuverlässig, wahrhaft sprechen, im Ggstz von ψεύδεσϑαι, Il. 4, 404; εἴπαις, Pind. Ol. 8, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάφα — clearly poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάφα — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα 2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.) 3. φρ. «σάφα λέγω» λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

  • σαφανῆς — σαφᾱνῆς , σαφανής masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφᾱνῆς , σαφανής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σαφᾱνῆς , σαφηνής plain truth masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφᾱνῆς , σαφηνής plain truth masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφανές — σαφᾱνές , σαφανής masc/fem voc sg σαφᾱνές , σαφανής neut nom/voc/acc sg σαφᾱνές , σαφηνής plain truth masc/fem voc sg (doric) σαφᾱνές , σαφηνής plain truth neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφανέως — σαφᾱνέως , σαφανής adverbial (epic doric ionic aeolic) σαφᾱνέως , σαφηνής plain truth adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάφ' — σάφα , σάφα clearly poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρέμας — ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α) επίρρ. 1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά 2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά 3. απαλά, ευγενικά 4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» είμαι ήρεμος, ησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων …   Dictionary of Greek

  • είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… …   Dictionary of Greek

  • οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”