- σημήϊον
σημήϊον, τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σημήϊον, τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σημήιον — σημήϊον , σημεῖον mark neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημήϊον — τὸ, Α βλ. σημείο … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek