σθένος

σθένος

σθένος, τό, Stärke, Kraft, Gewalt; oft in der Il. u. bei Hes., in der Od. selten; bes. Körperkraft; τοὶ σϑένος οὐκ ἐπιεικτόν, vom Zeus, Il. 8, 32; τῶν τε σϑένος οὐκ ἀλαπ αδνόν, vom Löwen u. Eber 7, 257, vom Ochsen Od. 18, 373; χειρῶν καὶ σϑένεος πειρήσομαι, 21, 282; ὅσσον μὲν ἐγὼ δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε καὶ σϑένει, Il. 20, 361; Muth, ἐν δὲ σϑένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν, 2, 451, vgl. 11, 11. 14, 151; τῶν δὲ σϑένος ὄρνυται αἰέν, 11, 827; εὐξάμενος Διῒ πατρὶ ἀλκῆς καὶ σϑένεος πλῆτο φρένας, 17, 499. – Heeresmacht, das Heer, 18, 274; Gewalt über Andere, Macht, 16, 542. – Seltener von leblosen Dingen, wie von der reißenden Gewalt eines Stromes, 17, 751. – Wie ἴς u. βίη dicut es auch zur Umschreibung einer Person, σϑένος Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, 13, 248. 18, 486 u. a. – Γυίων, Pind. N. 5, 39; χειρῶν σϑένει νικᾶσαι, 10, 48; ἡμιόνων σϑένος ζεῠξον, Ol. 6, 22; auch ἐντέων, P. 5, 32; ὕδατος, Ol. 9, 51; πλούτου, I. 3, 2; ἀγωνίας, P. 5, 106; oft bei Tragg.: τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον σϑένος, Aesch. Prom. 105; ἀκάματον παρῆν σϑένος ἀνδρῶν, Pers. 869; οὗτος δὲ τίς λόγῳ τε καὶ σϑένει κρατεῖ; Soph. O. C. 68, von der Herrschergewalt, εἰ λάβοις σϑένος, El. 340, vgl. 325; geistig, die Kraft wozu haben, Etwas können, Eur. oft. – Auch in Prosa: Plat. Phaedr. 267 c; φεύγειν παντὶ σϑένει κατὰ τὸ δυνατόν, Legg. I, 646 a, wie εὐλαβεῖσϑαι παντὶ σϑένει, IX, 854 b; so auch Xen. Cyr. 6, 1, 42. 8, 5, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σθένος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • σθένος — το ους 1. ισχύς, δύναμη σωματική. 2. ηθική δύναμη, θάρρος: Δεν έχει το σθένος να τον αντιμετωπίσει. 3. (στη χημεία), ικανότητα του ατόμου ενός στοιχείου να ενώνεται με αριθμό ατόμων άλλου στοιχείου προς σχηματισμό χημικών ενώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σθένει — σθένος strength neut nom/voc/acc dual (attic epic) σθένεϊ , σθένος strength neut dat sg (epic ionic) σθένος strength neut dat sg σθένω to have strength pres ind mp 2nd sg σθένω to have strength pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένη — σθένος strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σθένος strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένεος — σθένος strength neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένους — σθένος strength neut gen sg (attic epic doric) σθενόω strengthen imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”