- σαβαρίχη
σαβαρίχη, ἡ, nach Phot. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, aus Teleclid., vgl. Hesych. v. σαβαρίχειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαβαρίχη, ἡ, nach Phot. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, aus Teleclid., vgl. Hesych. v. σαβαρίχειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαβαρίχη — και σαμαρίχη, ἡ, Α βλ. σαβαρίχις … Dictionary of Greek
σαβαρίχις — και σαβαρίχη και σαμαρίχη, ἡ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως αποδεικνύουν τόσο η ποικιλία τών μορφών όσο και η παρουσία τού επιθήματος ιχ ις] … Dictionary of Greek