- σαγηναῖος
σαγηναῖος, zur σαγήνη gehörig; λίνον, Ep. ad. 128; Archi. 10 (VI, 23. 192).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαγηναῖος, zur σαγήνη gehörig; λίνον, Ep. ad. 128; Archi. 10 (VI, 23. 192).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαγηναίος — αία, ον, Α ο σχετικός με τη σαγήνη, το μεγάλο αλιευτικό δίχτυ, αλιευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
σαγηναίοιο — σαγηναί̱οιο , σαγηναῖος of a masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)