- προς-ονειδίζω
προς-ονειδίζω, noch dazu schelten, vorwerfen, im pass., Schol. Ar. Vesp. 664.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ονειδίζω, noch dazu schelten, vorwerfen, im pass., Schol. Ar. Vesp. 664.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατρέχω — (AM κατατρέχω) νεοελλ. μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον νεοελλ. μσν. 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον 2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, η, ον… … Dictionary of Greek