σκᾶπτον

σκᾶπτον

σκᾶπτον, τό, dor. = σκῆπτρον; Pind. ϑεμιστεῖον ἀμφέπει σκᾶπτον, Ol. 1, 12; μόναρχον, P. 4, 152, u. oft. Man hat es mit dem deutschen »Schaft« verglichen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκάπτον — τὸ, Α (δωρ. τ. τού αμάρτυρου *σκῆπτον) το σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκᾱπ / σκηπ τού σκήπτω* + κατάλ. τον] …   Dictionary of Greek

  • σκᾶπτον — σκῆπτρον staff neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάπτον — σκάπτω dig pres part act masc voc sg σκάπτω dig pres part act neut nom/voc/acc sg σκάπτω dig imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκάπτω dig imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιστείος — θεμιστεῖος, ία, ον (Α) 1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» το σκήπτρο τής δικαιοσύνης, τής δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία μαντεία, προφητεία, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ ος) + κατάλ. είος, πρβλ. οικ …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • σκηπτούχος — ο / σκηπτοῡχος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Α αυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόνας μσν. (στο Βυζ.) προσωνυμία τού αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • σκηπτροβάμων — και σκηπτοβάμων, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • σκηπτροφόρος — και ποιητ. τ. σκηπτοφόρος και δωρ. τ. σκαπτοφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει, που κρατά σκήπτρο 2. βασιλικός («σκηπτροφόρος σοφία», Μελέαγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • (s)kē̆ p-2, (s)kō̆ p- and (s)kā̆ p-; (s)kē̆ b(h)-, skob(h)- and skā̆ b(h)- —     (s)kē̆ p 2, (s)kō̆ p and (s)kā̆ p ; (s)kē̆ b(h) , skob(h) and skā̆ b(h)     English meaning: to work with a sharp instrument     Deutsche Übersetzung: “with scharfem Werkzeug schneiden, spalten”     Material: A. Forms in b: (there are listed… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”