σκίδναμαι

σκίδναμαι

σκίδναμαι, nur praes. u. impf. (das act. σκίδνημι nur in compp.; vgl. κίδναμαι), Nebenform von σκεδάννυμι, sich verbreiten, ausbreiten, sich nach mehreren Seiten hin vertheilen, zerstreuen; von auseinandergehenden Versammlungen, αὐτοὶ δ' ἐσκίδναντο κατὰ κλισίας, Il. 1, 487; λαοὶ μὲν σκίδνασϑ' ἐπὶ ἔργα, Od. 2, 252, sie sollen aus einander und an ihre Arbeit gehen; vgl. ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος Il. 19, 277, u. öfter; u. eben so μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασϑαι ἄνωχϑι, Od. 1, 274; auch von dem in die Höhe auseinanderspritzenden Schaume, ὑψόσε δ' ἄχνη σκίδναται, Il. 11, 308, wie vom Staube, ὕψι δ' ἄελλα σκίδναται, 16, 375; von einer Quelle, ἀνὰ κῆπον ἅπαντα σκίδναται, sie vertheilt sich durch den ganzen Garten hin, Od. 7, 130; ὀδμὴ σκίδνατο, H. h. Cer. 279; ὂψ σκιδναμένη, Hes. Th. 42; ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ, mit dem sich verbreitenden Sonnenlichte, d. i. mit Sonnenaufgang, Her. 8, 23; einzeln bei Sp., wie Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκίδναμαι — σκίδνημι disperse pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκίδναμαι — (Α) κατασκορπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκίδναμαι, αρχαιότερος τ. τού σκεδάννυμαι «σκορπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… …   Dictionary of Greek

  • σκίναξ — ακος, ὁ, ἡ, Α 1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ ο λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού κινῶ* (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι] …   Dictionary of Greek

  • σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • (s)k(h)ed-, (s)k(h)e-n-d- —     (s)k(h)ed , (s)k(h)e n d     English meaning: to crush, scatter     Deutsche Übersetzung: “zerspalten, zerstreuen”     Note: (extension from sek “cut, clip”)     Material: O.Ind. skhadatē (uncovered) ‘splits” (*skhn̥d ?); Av. sčandayeiti… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”