- σκίρτημα
σκίρτημα, τό, Sprung, Tanz; ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον, Aesch. Prom. 678; Βάκχου, Eur. Bacch. 169; ποδῶν σκιρτήματα, Herc. Fur. 836; Sp., wie Plut., Luc. Bacch. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίρτημα, τό, Sprung, Tanz; ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον, Aesch. Prom. 678; Βάκχου, Eur. Bacch. 169; ποδῶν σκιρτήματα, Herc. Fur. 836; Sp., wie Plut., Luc. Bacch. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίρτημα — bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίρτημα — το τίναγμα προς τα πάνω, αναπήδηση: Ένιωθε το σκίρτημα του εμβρύου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκίρτημα — το, ΝΜΑ [σκιρτῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιρτώ μσν. φρ. «σκιρτήματα τής σαρκός» σεξουαλικές ορμές, επιθυμίες … Dictionary of Greek
σκιρτημάτων — σκίρτημα bound neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτήμασι — σκίρτημα bound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτήμασιν — σκίρτημα bound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτήματα — σκίρτημα bound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτήματι — σκίρτημα bound neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτήματος — σκίρτημα bound neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτήματ' — σκιρτήματα , σκίρτημα bound neut nom/voc/acc pl σκιρτήματι , σκίρτημα bound neut dat sg σκιρτήματε , σκίρτημα bound neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek