- σκληρο-τράχηλος
σκληρο-τράχηλος, hartnäckig, halsstarrig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρο-τράχηλος, hartnäckig, halsstarrig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιμοτράχηλος — ον, Μ αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληρο τράχηλος)] … Dictionary of Greek
υγροτράχηλος — ον, Α αυτός που έχει μαλακό, ευλύγιστο τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τράχηλος (πρβλ. σκληρο τράχηλος)] … Dictionary of Greek
πολυτράχηλος — ον, ΜΑ μσν. εκκλ. (για τη σχισματική ομάδα τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τράχηλος] … Dictionary of Greek
Βοιωτίας, νομός — Νομός (3.211 τ. χλμ., 131.085 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στα Β συνορεύει με τον νομό Φθιώτιδος, ΒΔ με τον νομό Φωκίδος, ΒΑ με τον νομό Ευβοίας (που κατέχει ένα μικρό τμήμα της Βοιωτίας στη δυτική ακτή του Ευρίπου, το οποίο αποτελεί… … Dictionary of Greek