- προς-λιπαίνω
προς-λιπαίνω, noch dazu fett, noch fetter machen, verdicken, übh. vermehren, D. Hal. 5, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-λιπαίνω, noch dazu fett, noch fetter machen, verdicken, übh. vermehren, D. Hal. 5, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
λίπανση — Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με… … Dictionary of Greek