σκοτεινός

σκοτεινός

σκοτεινός, 1) finster, dunkel; τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων βέλος, Aesch. Ch. 284; νυκτος ἅρμα, 650; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, Xen. Mem. 4, 3, 4; – auch blind, Soph. O. R. 1326; σκοτεινὸν ὄμμα, Eur. Alc. 386, vgl. Herc. Fur. 641; – σκοτεινὰ πράττειν, Geheimes, Eur. Suppl. 324. Bei Pind. N. 7, 61, σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, was »heimlicher Tadel« sein müßte, vermuthet Böckh κοτεινόν. – 2) übertr., unverständlich, von dunkeln Schriftstellern u. ihren Werken; im Ggstz von ἐλλόγιμος καὶ φανός, Plat. Conv. 197 a; καὶ δυςδιερεύνητος, Rep. IV, 432 c; ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεϑα, VIII, 588 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκοτεινός — dark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος σκοτάδι: Ήταν μια νύχτα σκοτεινή,χωρίς φεγγάρι. 2. σκούρος, χωρίς λάμψη: Η εικόνα αυτή είναι πολύ σκοτεινή. – Χρησιμοποιεί σκοτεινά χρώματα στη ζωγραφική. 3. δυσνόητος, ασαφής: Ορισμένα σημεία του λόγου του είναι σκοτεινά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτεινά — σκοτεινός dark neut nom/voc/acc pl σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc/acc dual σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινότερον — σκοτεινός dark adverbial comp σκοτεινός dark masc acc comp sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινοτέραις — σκοτεινός dark fem dat comp pl σκοτεινοτέρᾱͅς , σκοτεινός dark fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινῶν — σκοτεινός dark fem gen pl σκοτεινός dark masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινότατον — σκοτεινός dark masc acc superl sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτειναῖς — σκοτεινός dark fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτειναί — σκοτεινός dark fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”