- σκανθαρίζω
σκανθαρίζω, = σκινϑαρίζω, Poll. 9, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκανθαρίζω, = σκινϑαρίζω, Poll. 9, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκανθαρίζω — Α βλ. σκινθαρίζω … Dictionary of Greek
σκανθαρίζειν — σκανθαρίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινθαρίζω — και σκανθαρίζω Α (κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι*)] … Dictionary of Greek