- σιδηρο-δάκτυλος
σιδηρο-δάκτυλος, eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρο-δάκτυλος, eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροδάκτυλος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδο δάκτυλος] … Dictionary of Greek
ροδοδάκτυλος — η, ο / ῥοδοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α (συν. ως επίθ. τής Ηούς, τής αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηρο δάκτυλος] … Dictionary of Greek