σεμνότης — solemnity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοτήτων — σεμνότης solemnity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότησιν — σεμνότης solemnity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότητα — σεμνότης solemnity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότητας — σεμνότης solemnity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότητες — σεμνότης solemnity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότητι — σεμνότης solemnity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότητος — σεμνότης solemnity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότητ' — σεμνότητα , σεμνότης solemnity fem acc sg σεμνότητι , σεμνότης solemnity fem dat sg σεμνότητε , σεμνότης solemnity fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνότητα — η / σεμνότης, ητος, ΝΑ [σεμνός] 1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια 2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα αρχ. 1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα 2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῡ τόπου σεμνότης», επιγρ.) 3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν… … Dictionary of Greek
ԱՄՕԹԽԱԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0078 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c գ. ԱՄՕԹԽԱԾՈՒԹԻՒՆ ԱՄՕԹՂԱԾՈՒԹԻՒՆ. σωφροσύνη, σεμνότης, ἀγνεία temperantia, honestas, pudicitia Ամօթխածն լինել. պարկեշտութիւն. զգաստութիւն. պատկառանք. խիպ, խպընկոտութիւն. ... *Կայցէք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)