- προς-ανᾱλίσκω
προς-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, verthun; Ar. Ach. 701; καὶ τὰ τῶν φίλων προςαναλίσκοντες, Plat. Prot. 311 d; οἱ δὲ καὶ προςανηλωκότες χρήματα, Xen. An. 6, 2, 8, wo Krüger προανηλωκότες vermuthet; πρὸς τοῖς αὑτοῠ καὶ τὰ τῶν ἄλλων, Dem. 40, 58 (Bekk. simpl.); Sp., wie D. L. 6, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.