- σκεδαστικός
σκεδαστικός, zum Zerstreuen gehörig, geschickt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεδαστικός, zum Zerstreuen gehörig, geschickt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεδαστικός — ή, ό / σκεδαστικός, ή, όν, ΝΑ ο ικανός, ο επιτήδειος στό να διασκορπίζει («δάφνη... σκεδαστικὴ φασμάτων ἐστί», Ιω.Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. τικός (πρβλ. ονομασ τικός)] … Dictionary of Greek
σκεδαστική — σκεδαστικός able to disperse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδαστικήν — σκεδαστικός able to disperse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)