σκιερός

σκιερός

σκιερός, schattig, beschattet, schattenreich; νέμος, ἄλσος, Il. 11, 480 Od. 20, 278; ϑῶκος, Hes. O. 576; ἔρνη, Ibyc. 1; φύλλα, Anacr. 57, 17; δάφνη, Eur. I. T. 1246; Ar. Vesp. 757 Av. 349; σκηνήματα, Xen. Hell. 5, 3, 19. Vgl. σκιαρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκιερός, -ή, -ό — σκιερός, ή, ό, 1 . γεμάτος σκιά: Δεν αναπτύσσονται τα φυτά σε σκιερό μέρος. 2. αυτός που δημιουργεί σκιά: Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένας σκιερός πλάτανος. 3. σκοτεινόχρωμος, σκούρος. 4. αδιαφανής: Από τα σκιερά σώματα δεν περνούν οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιερός — shady masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερός — ή, ό / σκιερός, ά, όν, ΝΑ, και σκιαρός, ή, ό, Ν 1. αυτός που παρέχει ή έχει σκιά (α. «στα σκιερά τα λαγκάδια...», Ζερβ. β. «ὄρος σκιερόν», Αριστοφ.) 2. αυτός που βρίσκεται στη σκιά (α. «σκιερή τοποθεσία» β. «ἀπὸ σκιαρᾱν παγᾱν», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • σκιερά — σκιερός shady neut nom/voc/acc pl σκιερά̱ , σκιερός shady fem nom/voc/acc dual σκιερά̱ , σκιερός shady fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερώτερον — σκιερός shady adverbial comp σκιερός shady masc acc comp sg σκιερός shady neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερῶν — σκιερός shady fem gen pl σκιερός shady masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερόν — σκιερός shady masc acc sg σκιερός shady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεραῖς — σκιερός shady fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεραί — σκιερός shady fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεροῖο — σκιερός shady masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεροῖς — σκιερός shady masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”