- προς-νέω
προς-νέω (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς ϑύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-νέω (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς ϑύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
προσεξένησε — πρός , ἐκ νέω swim aor ind act 3rd sg πρός , ἐκ νέω 2 spin aor ind act 3rd sg πρός , ἐκ νέω 3 heap aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξένησεν — πρός , ἐκ νέω swim aor ind act 3rd sg πρός , ἐκ νέω 2 spin aor ind act 3rd sg πρός , ἐκ νέω 3 heap aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανανενευκώς — πρός , ἀνά νέω 1 swim perf part act masc nom/voc sg πρόσ ἀνανεύω throw the head back perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
προσνέω — (I) Α κολυμπώ προς μια κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νέω (Ι) «κολυμπώ»]. (II) Α συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νέω (III) «μαζεύω,… … Dictionary of Greek