σεισμός

σεισμός

σεισμός, , Erschütterung, γῆς, Erderschütterung, Erdbeben, Eur. Herc. F. 862; auch häufig ohne γῆς, Soph. O. C. 95; Ar. Eccl. 791; u. oft in Prosa, wie Thuc. 1, 101 u. sonst; Plat. u. A.; auch übertr., τοῠ σώματος, Phil. 33 e; Tim. 88 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σεισμός — shaking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεισμοῖο — σεισμός shaking masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμοῖσι — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμοῖσιν — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμοί — σεισμός shaking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμοῦ — σεισμός shaking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμούς — σεισμός shaking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισμῶν — σεισμός shaking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”