προς-βλέπω

προς-βλέπω

προς-βλέπω, ansehen, anblicken; προςβλέψαι, Aesch. Prom. 215; ὦ φῶς, τελευταῖόν σε προςβλέψαιμι νῠν, Soph. O. R. 1183; El. 1213 u. öfter, wie Eur., z. B. αἰσχύνομαί σε προςβλέπειν ἐναντίον, Hec. 968; auch med., τίς προςβλέψεταί σε, I. A. 1192; Plat. Conv. 213 d u. öfter, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — είδα (να δω, δες και ιδές), ειδώθηκα, ιδωμένος 1. παρατηρώ, κοιτάζω: Βλέπω ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε. 3. προσέχω, φυλάγω: Να βλέπεις το παιδί,ώσπου να γυρίσουμε. 4. είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντρανίζω — ἐντρανίζω και (ἀ)ντρανίζω και ἐνδρανίζω και ἐνδραντρανίζω (Μ) 1. βλέπω επίμονα και σταθερά, προσατενίζω, περιεργάζομαι («νὰ εἶδεν, νὰ ἐνετράνιζεν τὸ ἐξαιρημένον κάλλος») 2. κοιτάζω, βλέπω, αντικρίζω 3. (αμτβ.) στρέφω το βλέμμα 4. κοιτάζω ερωτικά… …   Dictionary of Greek

  • ποτιβλέπω — και ποτιγλέπω Α (δωρ. τ.) προσβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + βλέπω / γλέπω] …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • Grec Moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • Grec moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”