σκύπφειος, = σκύφειος, Stesichor. bei Ath. XI, 499 b σκύπφειον δὲ λαβὼν δέπας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύπφειος — εία, ον, Α βλ. σκύφειος … Dictionary of Greek
σκύφειος — και σκύπφειος, εία, ον, Α [σκύφος] αυτός που μοιάζει με σκύφο … Dictionary of Greek