σιωπηρός

σιωπηρός

σιωπηρός minder gebr. Nebenform für σιωπ ηλός, L. Dind. u. Bornem. Xen. Conv. 1, 9; vgl. B. A. 113; νυκτὸς ὁδοί, Tymn. 2 (VII, 199).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιωπηρός — ή, ό / σιωπηρός, ά, όν, ΝΑ σιωπηλός νεοελλ. αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»). επίρρ... σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ με σιγή, σιωπηλά νεοελλ. χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η… …   Dictionary of Greek

  • σιωπηρός — σιωπηλός silent masc nom sg σιωπηρός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. σιωπηλός. 2. αυτός που γίνεται στα κρυφά και αθόρυβα: Υπάρχει ανάμεσά τους μια σιωπηρή συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιωπηρότητα — η, Ν [σιωπηρός] η ιδιότητα τού σιωπηρού, το να είναι κανείς σιωπηρός …   Dictionary of Greek

  • σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • σιωπηραί — σιωπηλός silent fem nom/voc pl σιωπηρός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηροί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl σιωπηρός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηράν — σιωπηρά̱ν , σιωπηλός silent fem acc sg (attic doric aeolic) σιωπηρά̱ν , σιωπηρός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηράς — σιωπηρά̱ς , σιωπηλός silent fem acc pl σιωπηρά̱ς , σιωπηρός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπηρῶς — σιωπηλός silent adverbial σιωπηρός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”