- σκυλμός
σκυλμός, ὁ, das Zerzausen, Zerfleischen, Zerraufen, bes. bei heftiger Trauer; übertr., Belästigung, Qual, καὶ φροντίδες Artemid. 2, 30, καὶ ἀηδίαι ib. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλμός, ὁ, das Zerzausen, Zerfleischen, Zerraufen, bes. bei heftiger Trauer; übertr., Belästigung, Qual, καὶ φροντίδες Artemid. 2, 30, καὶ ἀηδίαι ib. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλμός — rending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμός — ὁ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκύλλω, σπαραγμός, κατασπάραξη, ξέσχισμα 2. ερεθισμός, παροξυσμός 3. βασανισμός, ταλαιπωρία («μετὰ ὕβρεως καὶ σκυλμῶν ἀποστεῑλαι πρὸς ἡμᾱς ἐν δεσμοῑς σιδηροῑς... κατακεκλεισμένους», ΠΔ) 4. καταβολή μόχθου … Dictionary of Greek
σκυλμοῖς — σκυλμός rending masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμοί — σκυλμός rending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμοῦ — σκυλμός rending masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμούς — σκυλμός rending masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμῶν — σκυλμός rending masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμῷ — σκυλμός rending masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμόν — σκυλμός rending masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλμώδης — ῶδες, Α [σκυλμός] αυτός που προξενεί θλίψη και ψυχικά βάσανα, που φέρνει δυστυχίες … Dictionary of Greek
σκύλησις — ήσεως, και σκύλσις, εως, ἡ, Α [σκύλλω] 1. σκυλμός* 2. (κατά τον Ησύχ.) θυμός, σάλος, ταραχή … Dictionary of Greek