προς-δέομαι

προς-δέομαι

προς-δέομαι (s. δέομαι), noch dazu ermangeln, Mangel leiden, an Etwas, τινός; dah. noch dazu bedürfen, bitten, erbitten, τινός τι, Etwas von Einem, Her. 6, 35. 8, 144; τινός, c. inf., 8, 40; u. mit dem acc. c. inf., 6, 41. 100; auch mit dem doppelten gen. der Person u. der Sache, Einen wiederholt, noch einmal um Etwas bitten, 5, 40; πᾶσαι τέχναι προςδέονται ἀδολεσχίας, Plat. Phaedr. 269 d; Gorg. 450 d u. öfter; οὐ τοῦ λυπήσοντος προςδεήσονται, Men. 247 a; selten auch impers., οὐκοῠν σοι δοκεῖ πολλῆς προμηϑείας προςδεῖσϑαι, ὅπως μὴ λήσει τις, Alc. II, 138 b; πόσου προςδεῖται, Xen. Mem. 3, 6, 13; ἔτι ταῠτα μαντείας προςδεῖται, Aesch. 1, 76; ὧν ὑμεῖς προςεδεῖσϑε, Xen. An. 7, 6, 27; τί, Cyr. 1, 3, 17; Folgde, wie Pol., ἑνὸς προςδεῖται τὰ πράγματα, 3, 109, 5, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δέομαι — (AM δέομαι) κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός») αρχ. μσν. έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας») αρχ. 1. επιθυμώ («μηδὲ δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» ούτε να… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτίθεμαι — ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α [ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι] επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ. β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ. γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα»,… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …   Dictionary of Greek

  • ευχετώμαι — εὐχετῶμαι, άομαι, επικ. τ. αντί εὔχομαι (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) 1. δέομαι, προσεύχομαι, παρακαλώ 2. καυχώμαι 3. κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, αλαζονεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ρηματ. τ. σε άω (ευχετώμαι) προϋποτίθεται από αντίστοιχους διεκτεταμένους… …   Dictionary of Greek

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

  • ποτιδεύομαι — Α (δωρ. τ.) προσδέομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δεύομαι, δωρ. τ. τού δέομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”