σαφήνεια

σαφήνεια

σαφήνεια, , Deutlichkeit, Klarheit; σαφηνείᾳ λόγου εἰδὼς τὰ τῶν ϑ ύραϑεν, Aesch. Spt. 67; σαφήνειαν πυϑέσϑαι, Antiph. 1, 13; Plat. Polit. 246 c Phil. 57 c; καὶ βεβαιότης, Phaedr. 277 d, u. öfter, u. Folgde, wie Pol. 3, 36, 2; σχημάτων,


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαφηνείᾳ — σαφηνείᾱͅ , σαφήνεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφήνεια — clearness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφήνεια — η, ΝΑ [σαφηνής] (συν. σχετικά με γραπτό ή προφορικό λόγο) ευκρίνεια, διαύγεια, ενάργεια, καθαρότητα (α. «μίλησε με σαφήνεια και ειλικρίνεια» β. «σαφηνείᾳ λόγου εἰδώς τι», Αισχύλ.) αρχ. σαφής γνώση («σαφήνειαν θεοὶ ἔχοντι», Αλκμ.) …   Dictionary of Greek

  • σαφήνεια — η διαύγεια νοημάτων, καθαρότητα λόγου: Διατύπωσε με σαφήνεια τις απόψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαφηνείας — σαφηνείᾱς , σαφήνεια clearness fem acc pl σαφηνείᾱς , σαφήνεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφηνείαι — σαφηνείᾱͅ , σαφήνεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφήνειαν — σαφήνεια clearness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”