σαφής

σαφής

σαφής, ές (vgl. sapio, σοφός), klar, einleuchtend, verständlich, deutlich, auch zuverlässig, wahrhaft; H. h. Merc. 208; ἀρετά, Pind. I. 1, 22; τέκμαρ, N. 11, 43; τέϑμιον σαφέστατον, I. 5, 20; σαφεῖ δὲ μύϑῳ πᾶν πεύσεσϑε, Aesch. Prom. 644; σαφὴ ς ἔτυμος ἄγγελος, Spt. 82, u. oft; μάντις, Soph. O. R. 390; μῠϑος, Eur. Med. 72; φίλος, Or. 1155; τῶν φίλων τεκμήριον σαφές, Hipp. 926, u. oft; βάσανος, Plat. Legg. XII, 957 d; σαφὲς τοῠτό γε παντί, ὅτι, Phaedr. 239 e; καὶ βέβαιον, 275 c; καὶ ἀψευδὲς πρᾶγμα, Legg. XI, 291 b; ἐναργὲς καὶ σαφὲς παράδειγμα, Dem. 19, 263; π ρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής, Soph. O. R. 978; σαφῆ σημεῖα φαίνεις, El. 23; ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω; Ant. 401 u. soust; τὸ σαφές, Thuc. 1, 22. – Adv. σαφῶς, ion. σαφέως, H. h. Cer. 149; bes. bei den Verbis »wissen« u. »sagen«; σαφὲς λέγειν, Pind. Ol. 13, 45; φάναι, ib. 103; ίμαϑε σαφές, P. 2, 25; ϑαέομαι σαφές, 8, 45; ἴστω σαφές, I. 6, 27; σαφῶς ἐκμάνϑανε, Aesch. Prom. 819; εὖ γὰρ σαφῶς τάδ' ἴστε, Pers. 770; ὡς ἂν εἰδὼς ἐννέπω σαφέστερον, Suppl. 908, u. öfter; παρ' οὗ τις ἂν σκοπῶν τάδ' ἐκμάϑοι σαφέστατα, Soph. O. R. 286; u. so Eur., Ar. u. a. D. bei »sagen« u. »wissen«, wie in Prosa: οὐδὲν εἶχε σαφὲς λέγειν, Plat. Conv. 172 d; σαφῶς οὐκ ἤδη μανϑάνω τὸ ὰμάρτημα, Phaedr. 242 c; σαφῶς μοι καὶ ἀκριβῶς λέγε, Rep. I, 336 d; ὡς σαφέ στατα ἀπαγγεῖλαι, Phaed. 58 d, u. oft; οὐδέν πω σαη ὲς λίγεται, Xen. Cyr. 2, 1, 5; σαφῶς λὲγε, 3, 1, 12; εἰδέναι, 1, 6, 19; ἀπολωλέναι, offenbar, unstreitig, 3, 2, 15; σαφῶς ἐπιδείκνυμι, Isocr. 4, 119; u. Sp., σαφῶς κατανοεῖν Pol. 1, 12, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαφῆς — σαφής clear masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφής — clear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… …   Dictionary of Greek

  • σαφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς ξεκάθαρος, ευκρινής: Σαφής υπαινιγμός. – Δεν ήταν και τόσο σαφής στην ομιλία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαφῆ — σαφής clear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαφής clear masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφέστερον — σαφής clear adverbial comp σαφής clear masc acc comp sg σαφής clear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφεστάτων — σαφής clear fem gen superl pl σαφής clear masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφεστέραις — σαφής clear fem dat comp pl σαφεστέρᾱͅς , σαφής clear fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφεστέρων — σαφής clear fem gen comp pl σαφής clear masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφεστέρως — σαφής clear masc acc comp pl (doric) σαφής clear comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαφεῖ — σαφής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σαφής clear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”