- σαφηνέως
σαφηνέως, ion. adv. von σαφηνής, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαφηνέως, ion. adv. von σαφηνής, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαφηνέως — σαφηνής plain truth adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνής — (I) ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Α σαφής («λόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνές η απλή και καθαρή αλήθεια. επίρρ... σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α (συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.… … Dictionary of Greek