- προς-δέύομαι
προς-δέύομαι, poet. statt προςδέομαι, Theocr. 5, 63, in dor. Form ποτιδ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-δέύομαι, poet. statt προςδέομαι, Theocr. 5, 63, in dor. Form ποτιδ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιδεύομαι — Α (δωρ. τ.) προσδέομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δεύομαι, δωρ. τ. τού δέομαι] … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek