προς-δέρκομαι

προς-δέρκομαι

προς-δέρκομαι (s. δέρκομαι), ansehen, anblicken; c. acc., Od. 20, 385; dor. ποτιδέρκομαι, Il. 16, 10 Od. 17, 518; oft bei den Tragg.: μή σ' ἐλινύοντα προςδερχϑῇ πατήρ, Aesch. Prom. 53; ἃς οὔϑ' ἥλιος προςδέρκεται ἀκτῖσιν, οὔϑ' ἡ νύκτερος μήνη, 798; προςδρακεῖν, Eum. 160; προςδέρκου πανταχῆ, Soph. O. C. 122; τί προςδέρκεσϑέ μ' ὄμμασιν, Eur. Med. 1040; προςδεδορκώς Phoen. 146.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτιδέρκομαι — Α (επικ. και δωρ. τ.) προσδέρκομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, *τ. ισοδύναμος τού πρός + δέρκομαι «βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • αναδέρκομαι — ἀναδέρκομαι (αποθ.) (Α) 1. βλέπω προς τα επάνω 2. (ο ενεργ. αόρ. β στη φρ.) «ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῑσιν», γι’αυτόν που συνέρχεται από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δέρκομαι] …   Dictionary of Greek

  • μεσοδερκής — μεσοδερκής, ές (Α) αυτός ο οποίος βλέπει προς το μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • παλίδορκος — παλίδορκος, ον (Α) (πιθ. γρφ.) αυτός που βλέπει προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + δορκος (< δέρκομαι «βλέπω», πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξύ δορκος] …   Dictionary of Greek

  • υποδέρκομαι — Α κοιτάζω βλοσυρά, από κάτω προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”