- σαρωνίς
σαρωνίς, ίδος, ἡ, alte hohle od. faule Eiche; Callim. Iov. 22; Parthen. 11; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρωνίς, ίδος, ἡ, alte hohle od. faule Eiche; Callim. Iov. 22; Parthen. 11; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σαρωνίς — an old hollow oak fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρωνίς — an old hollow oak fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρωνίς — και σορωνίς, ίδος, ἡ, Α 1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος… … Dictionary of Greek
Σαρωνίδα — Σαρωνίς an old hollow oak fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρωνίδα — σαρωνίς an old hollow oak fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρωνίδας — Σαρωνίς an old hollow oak fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρωνίδας — σαρωνίς an old hollow oak fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρωνίδες — Σαρωνίς an old hollow oak fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρωνίδες — σαρωνίς an old hollow oak fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρωνίδι — Σαρωνίς an old hollow oak fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρωνίδι — σαρωνίς an old hollow oak fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)