- σαπρίας
σαπρίας, οἶνος, ὁ, alter duftender Wein, Hermipp. bei Ath. I, 29 d. S. σαπρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπρίας, οἶνος, ὁ, alter duftender Wein, Hermipp. bei Ath. I, 29 d. S. σαπρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπρίας — σαπρίᾱς , σαπρία decay fem acc pl σαπρίᾱς , σαπρία decay fem gen sg (attic doric aeolic) σαπρίᾱς , σαπρίας old masc acc pl σαπρίᾱς , σαπρίας old masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) παλαιό και ευώδες γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός (για κρασί) «παλιό, γινωμένο, με γλυκιά γεύση» + επίθημα ίας (πρβλ. κων ίας, ομφακ ίας)] … Dictionary of Greek
σαπρία — σαπρίᾱ , σαπρία decay fem nom/voc/acc dual σαπρίᾱ , σαπρία decay fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σαπρίᾱ , σαπρίας old masc nom/voc/acc dual σαπρίας old masc voc sg σαπρίᾱ , σαπρίας old masc voc sg (attic) σαπρίᾱ , σαπρίας old masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρίαι — σαπρία decay fem nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρία decay fem dat sg (attic doric aeolic) σαπρίας old masc nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρίας old masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρίαν — σαπρίᾱν , σαπρία decay fem acc sg (attic doric aeolic) σαπρίᾱν , σαπρίας old masc acc sg (attic epic doric aeolic) σαπρίας old masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρίᾳ — σαπρίαι , σαπρία decay fem nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρία decay fem dat sg (attic doric aeolic) σαπρίαι , σαπρίας old masc nom/voc pl σαπρίᾱͅ , σαπρίας old masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπριῶν — σαπρία decay fem gen pl σαπρίας old masc gen pl σαπρίζω make rotten fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)