σύλ-λογος

σύλ-λογος

σύλ-λογος, , wie συλλογή, Sammlung, Versammlung, Zusammenkunft, ἅπας Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος, Eur. I. A. 514; ἀστῶν σύλλογον ποιήσομαι, = συλλέξομαι, Heracl. 336; auch übtr., σύλλογον ψυ χῆς λάβε, Herc. F. 626, sich sammeln, fassen, bes. von Menschen, σύλλογον ποιεῖσϑαι, versammeln, Her. oft, Ggstz σύλλογον διαλύειν, 7, 10, 4, u. διαλύεσϑαι ἐκ τοῠ συλλόγου, 3, 73; Thuc. oft, Plat. u. Folgde, wie Xen. An. 5, 6, 22, auch der Ort, wo sich die Soldaten versammeln, 1, 1, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”