- σύν-ομβρος
σύν-ομβρος, mit Regen verbunden, E. M. 407, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-ομβρος, mit Regen verbunden, E. M. 407, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάτομβρος — κάτομβρος, ον (ΑΜ) βροχερός («κάτομβρον ἔαρ», Γεωπ.) αρχ. 1. υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος («ἐὰν δὲ σφόδρα ἡ χώρα κάτομβρος ᾖ», Θεόφρ.) 2. (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ομβρος (< ὄμβρος), πρβλ. έπ ομβρος, σύν… … Dictionary of Greek
συνομβρίζω — Α κατακλύζω κάτι με νερά τής βροχής («ῥεῡμα δὲ ἦλθε πολὺ καὶ συνώμβρισε και κατέκλυσε τὰ πάντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄμβρος (Ι) «νεροποντή, βροχή» κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ομβροκτύπος — ὀμβροκτύπος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που συνοδεύεται από ραγδαία βροχή («αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ ὀμβροκτύπῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κτύπος] … Dictionary of Greek
ομβροφόρος — α, ο (ΑΜ ὀμβροφόρος, ον) (συν. για νέφος και άνεμο) αυτός που φέρνει, που προκαλεί βροχή («βροντῇ στεροπῇ τ ὀμβροφόροισιν τ ἀνέμοις», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀμβροφόροι παρθένοι» οι νεφέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + φόρος*] … Dictionary of Greek