- σύν-ορος
σύν-ορος, ion. σύνουρος, mit angränzend; Arist. eth. 8, 10; τῇ Ἀττικῇ, Plut. Lys. 29. – Uebertr., verwandt, ähnlich, κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις, Aesch. Ag. 481.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-ορος, ion. σύνουρος, mit angränzend; Arist. eth. 8, 10; τῇ Ἀττικῇ, Plut. Lys. 29. – Uebertr., verwandt, ähnlich, κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις, Aesch. Ag. 481.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
μέσσορος — και μέσορος, ὁ (Α) λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * (για τα δύο σσ βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμ ορος, σύν ορος) … Dictionary of Greek
σύνορος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνουρος Α όμορος, γειτονικός («χώραν σύνορον τῆς Αττικής», Πλούτ.) αρχ. μτφ. όμοιος, συγγενικός («προτάσεις σύνοροι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ορος / ουρος (< ὅρος / οὖρος), πρβλ. ὅμ ορος] … Dictionary of Greek
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek
συμμήστωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) σύμβουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μήστωρ «σύμβουλος, επόπτης»] … Dictionary of Greek
συμφήτωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις, μάρτυς». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φήτωρ (< θ. φη τού φημί + επίθημα τωρ, πρβλ. λέκ τωρ), πρβλ. προ φήτωρ, ὑπο φήτωρ] … Dictionary of Greek
συνδαίτωρ — ορος, ὁ, Α ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)] … Dictionary of Greek
συνθοινάτωρ — ορος, ὁ, Α μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)] … Dictionary of Greek
υιοπάτωρ — ορος, και υἱοπατήρ, πατρός, ὁ, ΜΑ εκκλ. συν. στον πληθ. oἱ υἱοπάτορες αιρετικοί που κήρυσσαν την ταυτότητα τού Πατρός και τού Υιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] … Dictionary of Greek
υποδοχάτωρ — ορος, ὁ, Μ συν. στον πληθ. oἱ ὑποδοχάτορες αξιωματούχοι που έμπαιναν σε μια πόλη πριν από την είσοδο τού πραίτωρος προκειμένου να προετοιμάσουν τα σχετικά με την υποδοχή του και οι οποίοι προέβαιναν σε πολλές παράνομες εισπράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek