- σύν-ορκος
σύν-ορκος, der mitgeschworen hat, durch einen Eid verbunden, καὶ σύμμαχος Xen. Vect. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-ορκος, der mitgeschworen hat, durch einen Eid verbunden, καὶ σύμμαχος Xen. Vect. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνορκος — ον, Α συνδεδεμένος με όρκο («εἰ καὶ πάντας τοὺς Ἕλληνας ὁμογνώμονάς τε καὶ συνόρκους καὶ συμμάχους λάβοιτε ἐπ ἐκείνους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὅρκος (πρβλ. ἐπί ορκος)] … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek
νόμιος — Προσωνύμιο διαφόρων θεών στην αρχαία Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλούσαν έτσι τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Διόνυσο και τις Νύμφες. * * * (I) νόμιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός 2. (το αρσ.)… … Dictionary of Greek
εφορκώ — ἐφορκῶ, έω (Α) επιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορκῶ (< ὅρκος), πρβλ. παρ ορκώ, συν ορκώ] … Dictionary of Greek
περιπαθής — ές, ΝΜΑ 1. γεμάτος πάθος, αυτός τού οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν. γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.) αρχ. 1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῑς… … Dictionary of Greek
σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… … Dictionary of Greek