σύμ-μετρος

σύμ-μετρος

σύμ-μετρος, abgemessen wonach, verhältnißmäßig, dah. gleichmäßig, passend, angemessen; κηδείου τριχὸς συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ, Aesch. Ch. 225; ἔπος, Eum. 505; δαλὸν ἥλικα, σύμμετρόν τε διὰ βίου, Ch. 602, durch das Leben mit dauernd; ἔν τε γὰρ μακρῷ γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ ξύμμετρος, Soph. O. R. 1113; ib. 84 ξύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν, in verhältnißmäßiger Nähe, nahe genug, um hören zu können; εἰ σύμμετρος σῷ ποδὶ γενήσεται, Eur. El. 533; πρός τι, Plat. Legg. I, 625 d; δένδρον πολυκαρπότερον τοῠ ξυμμέτρου, Tim. 86 c; καὶ ἀνάλογα, 69 b; ὡς μήκει οὐ ξύμμετρος ἐκείναις, Theaet. 148 a; u. adv., συμμέτρως ἔχειν τάχους, Tim. 65 c, eine angemessene Geschwindigkeit haben; πόνοι, Isocr. 1, 12; λόγοι τοῖς ἀνδράσι, 4, 83, dem vorangehenden ἁρμόζοντες entsprechend. – Auch wie μέτριος, mäßig, λίμνη σύμμετρος καὶ μικρά, Artemid. 2, 27; vgl. Xen. Oec. 8, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέρμετρος — η, ο / ὑπέρμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός 2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων. επίρρ... υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”