- σύμπους
σύμπους, ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύμπους, ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύμπους — ουν, ΝΑ νεοελλ. βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο β) «σύμπους ανθοταξία» διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους… … Dictionary of Greek
ακεφαλία — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * Ιατρ. τερατογονία που συνίσταται σε… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek