σύρμα

σύρμα

σύρμα, τό, 1) Alles, was gezogen, nachgezogen, nachgeschleppt wird; dah. bes. ein weibliches Theaterkleid mit langer Schleppe, Schleppkleid; auch umschreibend σύρμα πλοκάμων, lang nachschleppendes, nachwallendes Haar, Philodem. 18 (V, 13); τερηδόνος καὶ ϑριπός, der sich hinschleppende, kriechende Holzwurm, Strat. 32 (XII, 190). – 2) das Zusammengeschleppte, -gekehrte, Kehricht, Unrath, Gemüll, auch Spreu, ὄνον σύρματα ἂν ἑλέσϑαι μᾶλλον ἢ χρυσίον, Heraclit. bei Arist. eth. Nicom. 10, 5. – 3) in der Tonkunst das Ziehen od. Schleifen der Töne, Ptolem. Harmon. 2, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύρμα — anything trailed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από …   Dictionary of Greek

  • σύρμα — το, ατος μεταλλικό νήμα: Έδεσε με σύρμα το αχυρένιο δεμάτι. – Άπλωσαν τα τηλεγραφικά σύρματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρμάτων — σύρμα anything trailed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρμασι — σύρμα anything trailed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρμασιν — σύρμα anything trailed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρματα — σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρματι — σύρμα anything trailed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρματος — σύρμα anything trailed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • μπαλαρμάς — ο είδος βλήματος το οποίο χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και το οποίο αποτελούνταν από δύο σφαίρες συνδεδεμένες μεταξύ τους με σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. balle ramee «σφαίρες συνδεδεμένες με σύρμα» (< balle «μπάλα, σφαίρα» + rame «στηριγμένος με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”