σόν

σόν

σόν, Possessivum zu σύ, dein, der deinige; Hom. u. Folgde überall; σοῖο, Iliad. 24, 486 Od. 15, 511. 19, 358, sonst σοῠ, welches bei Hom. nie der gen. des Personalpronomens ist. Auch objectiv, σὸς πόϑος, Sehnsucht nach dir, Od. 11, 202. – In Att. Prosa mit dem Artikel, wenn schon Erwähntes oder sonst Bekanntes bezeichnet wird, sonst ohne Artikel, ὁ σὸς φίλος dein Freund, σὸς φίλος ein Freund von dir; bei Att. Dichtern ist der Gebrauch freier; τὸ σὸν κάρα Aesch. Ch. 489; πατρὸς τοῦ σοῠ 905; σῶν ὕπερ στένω πόνων Aesch. Prom. 66; λέχος σόν 556; ὄμμα σόν Soph. O. C. 245; πάτερ, σός εἰμι Ant. 635; οὐ σὸν τόδ' ἐστὶ τοὔργον El. 288. – Altepisch u. dor. τεός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σον — (Saone). Ποταμός της Γαλλίας μήκους 492 χλμ. Πηγάζει από το νομό των Βοσγίων και χύνεται στον Ροδανό κοντά στη Λιόν. Ο Σ. είναι πλωτός και αρδεύει μεγάλες εκτάσεις κυρίως στο νομό Άνω Σον. Ο ποταμός αυτός που θεωρείται παραπόταμος του Ροδανού… …   Dictionary of Greek

  • Σον - ε - Λουάρ — (Saône et Loire). Νομός της Γαλλίας που καλύπτει και τμήμα της Βουργουνδίας. Έχει έκταση 8.575 τ. χλμ. Ο νομός παράγει γεωργικά προϊόντα και έχει και σχετικά αναπτυγμένη κτηνοτροφία. Σημαντικός πόρος του νομού είναι και τα δασοκομικά προϊόντα. Η… …   Dictionary of Greek

  • σόν — σός thy masc acc sg σός thy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σον(ν)ερατία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μυρτίδες τής τάξης μυρτώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sonneratia από το όν. τού Γάλλου φυσιοδίφη Pierre Sonnerat] …   Dictionary of Greek

  • Κόνερι, Σον — (Sir Sean Connery, Εδιμβούργο 1930 –). Σκοτσέζος ηθοποιός. Εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 13 ετών και άρχισε να μελετά μόνος του θέατρο. Αρχικά ασχολήθηκε με τη γυμναστική, εργάστηκε ως μοντέλο και χορευτής και στη συνέχεια αφοσιώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Ο’ Κέισι, Σον — (Sean O’ Casey, Δουβλίνο 1880 – Τορκαίυ, Αγγλία 1964). Ιρλανδός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε αυτοδίδακτος, εργάστηκε ως εργάτης και συμμετείχε ενεργά στην εθνική ιρλανδική αναγέννηση και στον εμφύλιο πόλεμο του 1922. Τα θεατρικά… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Λιόν — (Lyon). Πόλη (453.187 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ροδανού. Βρίσκεται σε μια λοφώδη περιοχή, στις ανατολικές παρυφές του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, στη συμβολή των ποταμών Σον και Ροδανού. Οι δύο αυτοί ποταμοί την …   Dictionary of Greek

  • διαπέρασον — διαπέρᾱσον , διαπεράω go over aor imperat act 2nd sg (attic) διαπέρᾱσον , διαπεράω go over aor imperat act 2nd sg (doric aeolic) διαπέρᾱσον , διαπεράω go over aor imperat act 2nd sg (attic) διαπέρᾱσον , διαπεράω go over aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπέρασον — ἐκπέρᾱσον , ἐκπεράω go out over aor imperat act 2nd sg (attic) ἐκπέρᾱσον , ἐκπεράω go out over aor imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐκπέρᾱσον , ἐκπεράω go out over aor imperat act 2nd sg (attic) ἐκπέρᾱσον , ἐκπεράω go out over aor imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”