σχίδαξ

σχίδαξ

σχίδαξ, ακος, ὁ, = σχίδη, Phil. Thess. 10 (VI, 231).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχίδαξ — bars masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίδαξ — ακος, ὁ, ΜΑ βλ. σχίδακας …   Dictionary of Greek

  • σχιδάκων — σχίδαξ bars masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίδακας — σχίδαξ bars masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίδακες — σχίδαξ bars masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίδακος — σχίδαξ bars masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίδαξι — σχίδαξ bars masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

  • σχίδακας — ο / σχίδαξ, ακος, ΝΜΑ η σχίζα νεοελλ. μικρό και αιχμηρό θραύσμα οστού μουσ. ράβδος κιγκλιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ τού σχίζω* + επίθημα αξ, ακ ος (πρβλ. κάμ αξ, χάρ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • σχιδακίζω — Α [σχίδαξ, ακος] κάνω σχίζες …   Dictionary of Greek

  • σχιδακηδόν — Α επίρρ. (ιδίως για τα οστά) όπως η σχίζα, με κατά μήκος σχίσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίδαξ, ακος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”