σχέδην

σχέδην

σχέδην, adv., anhaltend, langsam, bedächtig; βαδίζειν Macho bei Ath. VII, 349 b; Babr. 57, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχέδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. (λόγιος τ.) ναυτ. (παράγγελμα σχετικά με συρόμενο σχοινί) ήρεμα μσν. αρχ. από πολύ κοντά, εκ τού σύνεγγυς αρχ. σιγά σιγά («σχέδην εἰς τὰ ἱερὰ διελαύνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σχέδην — σχέδη leaf fem acc sg (attic epic ionic) σχέδην gently indeclform (adverb) σχέδος riddle neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • σχεδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.) αρχ. 1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”