σχοίνιος

σχοίνιος

σχοίνιος, = σχοίνινος, Eur. Cycl. 208, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχοίνιος — ία, ον, Α [σχοῑνος] 1. αυτός που έχει έκταση ενός σχοίνου 2. φρ. «σχοίνιον ῥῡμα» απόσταση ενός σχοίνου πάπ …   Dictionary of Greek

  • κέντρανθος — (Centranthus). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βαλεριανιδών. Περιλαμβάνει περίπου 14 είδη, τα περισσότερα ζιζάνια και ορισμένα καλλωπιστικά. Το πιο συνηθισμένο στην ελληνική χλωρίδα είναι ο κ. ο ερυθρός, γνωστός και με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”