- σχοίνινος
σχοίνινος, 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοίνινος, 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοίνινος, -η, -ο — και σκοινένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σχοινί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχοίνινος — of rushes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοίνινος — η, ο / σχοίνινος, ίνη, ον, ΝΑ, και σκοίνινος, η, ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, ίδος, Α [σχοῑνος] νεοελλ. κατασκευασμένος με σχοινί αρχ. κατασκευασμένος από σχοίνους … Dictionary of Greek
σχοίνινον — σχοίνινος of rushes masc acc sg σχοίνινος of rushes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίναις — σχοίνινος of rushes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνην — σχοίνινος of rushes fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνοις — σχοίνινος of rushes masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνου — σχοίνινος of rushes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνῳ — σχοίνινος of rushes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνας — σχοινίνᾱς , σχοίνινος of rushes fem acc pl σχοινίνᾱς , σχοίνινος of rushes fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek