σχολαιότης

σχολαιότης

σχολαιότης, , Langsamkeit, Trägheit, Thuc. 2, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχολαιότης — leisureliness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαιότης — ητος, ἡ, Α [σχολαῑος] βραδύτητα, νωθρότητα …   Dictionary of Greek

  • σχολαιότητος — σχολαιότης leisureliness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… …   Dictionary of Greek

  • επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”