σχοινο-τενής

σχοινο-τενής

σχοινο-τενής, ές, ausgespannt wie ein Strick, eine Meßruthe, dah. – 1) grade, in grader Richtung, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, Her. 1, 189, vgl. 199; σχοινοτενὲς ποιήσασϑαι, in grader Linie abstecken, eine grade Linie ziehen, 7, 23; διέξοδοι u. ä., Sp. – Dah. = lang gedehnt, in die Länge gezogen; auch von Sätzen, Redegliedern, Gesängen; in diesem Sinne hat Pind. frg. 47 ein bes. fem. σχοινοτένεια gebildet. – 2) wie σχοινότονος, mit Binsen bespannt, von Binsen geflochten, σπυρίδες Philp. 22 (VI, 5).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • ευθυτενής — ές (ΑΜ εὐθυτενής, ές) ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῡς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή») αρχ. μσν. δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τενής (< θ. τεν πρβλ. τείνω < *τέν jω), πρβλ. εκ τενής, σχοινο… …   Dictionary of Greek

  • νευροτενής — νευροτενής, ές (Α) ο τεντωμένος ή ο κατασκευασμένος με χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή» + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. σχοινο τενής, ταυρο τενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”