- σφίγκτωρ
σφίγκτωρ, ορος, ὁ, p. statt σφιγκτήρ, γενύων Maec. 6 (VI, 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφίγκτωρ, ορος, ὁ, p. statt σφιγκτήρ, γενύων Maec. 6 (VI, 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφίγκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
σφίγκτορ' — σφίγκτορα , σφίγκτωρ masc acc sg σφίγκτορι , σφίγκτωρ masc dat sg σφίγκτορε , σφίγκτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)