σφέος

σφέος

σφέος, ep. Nebenform statt σφός, σφέτερος, Ap. Rh. ἐπὶ σφέα, sc. δώματα, 1, 172.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφεός — ή, όν, δωρ. τ. θηλ. σφεά Α (κτητ. αντων.) 1. δικός τους 2. δικός σου 3. δικός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς] …   Dictionary of Greek

  • σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”