σφηνο-πώγων

σφηνο-πώγων

σφηνο-πώγων, ωνος, ὁ, mit keilförmigem Bart, spitzbärtig, wie Hermes auf alten Kunstwerken dargestellt wird, dah. Beiwort desselben, Artemid. 2, 42, der Spitzbart; in der Comödie treten die Greise so auf, Luc. ep. saturn. 40, Poll. 4, 145, vgl. 138.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραγοπώγων — ωνος, ο, ΝΑ 1. αυτός που έχει πώγωνα τράγου, τραγογένης 2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 περίπου είδη ποωδών… …   Dictionary of Greek

  • τιλλοπώγων — ωνος, ὁ, Α αυτός που αποσπά με βίαιο τρόπο τις τρίχες τής γενειάδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίλλω «μαδώ» + πώγων (πρβλ. σφηνο πώγων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”